- ιωδικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή οφείλεται στο ιώδιο (α. «ιωδική ακμή» β. «ιωδικό οξύ»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπεριωδικός — ή, ό, Ν χημ. φρ. α) «υπεριωδικό άλας» άλας τού υπεριωδικού οξέος β) «υπεριωδικό οξύ» ανόργανη χημική ένωση τού ιωδίου, που παρασκευάζεται με επίδραση ιωδίου σε πυκνό υπερχλωρικό οξύ ή με ηλεκτρόλυση τού ιωδικού οξέος σε χαμηλή θερμοκρασία.… … Dictionary of Greek